Κλινικη δερματολογια - αφριδισιολογια

Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα

ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ

Τα κονδυλώματα αποτελούν σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και οφείλονται σε στελέχη του ιού HPV. Πρόκειται για τη συνηθέστερη κλινική εκδήλωση της λοίμωξης από τους HPV στην πρωκτογεννητική περιοχή . Μέχρι σήμερα έχουν απομονωθεί πάνω από 200 γονότυποι των HPV. Περίπου 50 στελέχη του ιού προσβάλλουν τη γεννητική, περιγεννητική και περιπρωκτική περιοχή στα σεξουαλικά ενεργά άτομα. Τα κονδυλώματα οφείλονται σε μη ογκογόνα στελέχη, όμως στην περιοχή που εντοπίζονται τα κονδυλώματα μπορεί να συνυπάρχουν και ογκογόνα στελέχη του HPV που σχετίζονται με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, του πρωκτού ,του κόλπου, του αιδοίου και του πέους. Εκτιμάται ότι το 50-75% των ατόμων αναπαραγωγικής ηλικίας θα μολυνθεί κάποια στιγμή της ζωής του από τους HPV. Τα κονδυλώματα εμφανίζονται συνήθως σε άτομα ηλικίας 18-35 ετών.

ΚΟΝΔΥΛΩΜΑΤΑ

Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση των κονδυλωμάτων είναι

 

  • ο μεγάλος αριθμός και η συχνή αλλαγή σεξουαλικών συντρόφων, καθώς και η έναρξη της σεξουαλικής ζωής σε μικρή ηλικία
  • η εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενή : αυτοάνοσα νοσήματα, λήψη ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων ή βαριά ασθένεια ευνοούν την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των κονδυλωμάτων
  • τραυματισμοί ευαίσθητης περιοχής : οι μικροτραυματισμοί από το ξύρισμα ή τις διάφορες μεθόδους αποτρίχωσης της γεννητικής περιοχής, προξενούν αμυχές στο δέρμα που ευνοούν την είσοδο του ιού HPV.
  • Συνύπαρξη άλλων ΣΜΝ
  • το κάπνισμα
  • το stress

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Τα κονδυλώματα εμφανίζονται συνήθως ως μικρές προεξοχές ή ογκίδια της γεννητικής και περιπρωκτικής περιοχής. Μοιάζουν με σπυράκια ή ελιές και το μέγεθός τους κυμαίνεται από κεφαλή καρφίτσας μέχρι μεγάλους ανθοκραμβοειδείς σχηματισμούς (μορφή σαν κουνουπίδι). Τα κονδυλώματα είναι συνήθως ασυμπτωματικά. Σπάνια προκαλούν κνησμό ή αίσθημα καύσου.

 

Διακρίνονται σε 3 κλινικούς τύπους

 

  1. Οξυτενή κονδυλώματα παρουσιάζουν ανθοκραμβοειδείς προσεκβολές(μοιάζουν με κουνουπίδι) ,έχουν χρώμα υπόλευκο, φαιό ή ρόδινο και εμφανίζονται συνήθως στους βλεννογόνους (μικρά χείλη αιδοίου, κόλπος, βάλανος, περιπρωκτική χώρα)
  2. Βλατιδώδη πρόκειται για ογκίδια με ομαλή ή ελαφρά μυρμηκιώδη επιφάνεια ,χρώμα φαιό, καφέ ή γκρίζο και εμφανίζονται στο εφήβαιο, στο σώμα του πέους, στα μεγάλα χείλη αιδοίου
  3. Κηλιδώδεις βλάβες συνήθως παρουσιάζονται στους βλεννογόνους και έχουν ρόδινο ή γκριζόλευκο χρώμα

 


Αξίζει να αναφέρουμε ότι σε αρκετές περιπτώσεις ο ιός δεν προκαλεί εμφάνιση κονδυλωμάτων και ανιχνεύεται μόνο με κλινικά και εργαστηριακά τεστ.

 

ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ

Στον άντρα τα κονδυλώματα εντοπίζονται συνήθως στην περιοχή της ουρήθρας, του πέους, του οσχέου, του εφηβαίου, καθώς και στη βουβωνική και περιπρωκτική περιοχή. Πιο σπάνια μπορεί να εντοπίζονται σε εξωγεννητικές θέσεις όπως η στοματική κοιλότητα, η γλώσσα, ο ουρανίσκος και τα χείλη.


Στη γυναίκα τα κονδυλώματα προσβάλλουν το αιδοίο, τον κόλπο, το εφήβαιο, καθώς και την περιπρωκτική, περινεϊκή και βουβωνική χώρα. Καθώς τα κονδυλώματα μεταδίδονται και με τη στοματική επαφή είναι πιθανό να εμφανιστούν στη στοματική κοιλότητα, στην εσωτερική πλευρά του άνω και κάτω χείλους και στη γλώσσα.

 

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εικόνα.

 

Συνήθως δεν απαιτείται βιοψία. Ενδείξεις για λήψη βιοψίας αποτελούν οι μελαγχρωματικές βλάβες, οι άτυπες βλάβες ,οι εξελκωμένες ή αυτές που παρουσιάζουν αιμορραγία, καθώς και όσες δεν ανταποκρίνονται στην θεραπευτική αγωγή ή επιδεινώνονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

 

Τεστ DNA ανίχνευσης ιών HPV γίνεται για να εντοπιστεί ο τύπος του ιού που ευθύνεται για τις βλάβες. Προσδιορίζεται αν ο ιός είναι χαμηλού ή υψηλού κινδύνου και πραγματοποιείται στις περιπτώσεις υποτροπιαζόντων κονδυλωμάτων σε άντρες και σε γυναίκες. Τα τεστ που χρησιμοποιούνται δεν ανιχνεύουν όλα τα στελέχη του ιού ,αλλά όλα ταυτοποιούν τα στελέχη 16 και 18 που είναι τα πιο επικίνδυνα για την εκδήλωση καρκίνου καθώς και τα 6,11 που προκαλούν κονδυλώματα.

 

Ασθενείς με κονδυλώματα πρέπει να ελέγχονται και για άλλα ΣΜΝ

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Οι μέθοδοι αντιμετώπισης των εξωτερικών κονδυλωμάτων διακρίνονται σε εφαρμοζόμενες από τον ασθενή και εφαρμοζόμενες από το γιατρό. Παράγοντες που επηρεάζουν τη θεραπεία επιλογής είναι το μέγεθος και ο αριθμός των κονδυλωμάτων, η ανατομική περιοχή στην οποία εμφανίζονται οι βλάβες, η μορφολογία των βλαβών, η διαθεσιμότητα θεραπευτικών επιλογών καθώς και οι ενδεχόμενες παρενέργειες. Ανάλογα με τη μέθοδο που επιλέγεται μπορεί να χρειαστούν περισσότερες από μια θεραπευτικές συνεδρίες, ενώ μπορεί να χρειαστεί και συνδυασμός μεθόδων.

 

Κρυοθεραπεία με υγρό άζωτο. Πρόκειται για μια ευρέως διαδεδομένη και μη επεμβατική μέθοδο θεραπείας η οποία παρέχει άμεσα ορατά αποτελέσματα με ασφάλεια. Εφαρμόζεται πάνω στις βλάβες με ψεκασμό ή με βαμβακοφόρο στειλεό. Δε χρειάζεται τοπική αναισθησία και το άτομο επιστρέφει άμεσα στις δραστηριότητές του. Μπορεί να χρειαστούν επαναληπτικές συνεδρίες.

 

Laser CO2 αποτελεί μια ασφαλή τεχνική με υψηλά ποσοστά επιτυχίας και άμεσο αποτέλεσμα, ενώ και το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο. Ίσως η πλέον ενδεδειγμένη και ασφαλής μέθοδος για την αντιμετώπιση των κονδυλωμάτων, καθώς υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου του βάθους και της έκτασης της καταστροφής των βλαβών.

 

Διαθερμοπηξία –ηλεκτροκαυτηρίαση τα κονδυλώματα καταστρέφονται με τη χρήση ηλεκτρισμού αφού γίνει τοπική αναισθησία. Στοχεύουμε επιλεκτικά τις βλάβες και προκαλούμε την εξάχνωσή τους.

 

Χειρουργική αντιμετώπιση. Βρίσκει εφαρμογή σε πολύ μεγάλες βλάβες και αποτελεί μια αποτελεσματική μέθοδο αντιμετώπισης των γιγαντιαίων κονδυλωμάτων.

 

Κρέμες για τοπική εφαρμογή: η χρήση γίνεται από τον ίδιο τον ασθενή, συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα

 

ΠΡΟΛΗΨΗ

Γενικά, οι σεξουαλικοί σύντροφοι των ασθενών με κονδυλώματα πρέπει να εξετάζονται και οι γυναίκες σύντροφοι πρέπει να ενημερώνονται για την αναγκαιότητα του τακτικού ελέγχου με τεστ Παπανικολάου

 

Ανεξάρτητα από τη θεραπεία που θα προτείνουμε και τελικά θα επιλέξουμε είναι σημαντική η συστηματική παρακολούθηση του ασθενή για τον επόμενο χρόνο, ώστε να ανιχνεύονται τυχόν νέες βλάβες και να εξαλείφονται εγκαίρως. Σημαντική είναι και η συχνή αυτοεξέταση από τον ίδιο τον ασθενή έτσι ώστε να εντοπίζονται εγκαίρως πιθανώς νέες βλάβες.
Σταθμός για την πρόληψη της λοίμωξης αποτελεί ο εμβολιασμός. Από το 2006 υπάρχει εμβόλιο που προσφέρει ανοσία απέναντι στα συνηθέστερα στελέχη του ιού HPV μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται τα στελέχη 6 και 11 που ευθύνονται συχνότερα για την εμφάνιση κονδυλωμάτων. Πλέον διατίθενται 3 εμβόλια:

 

Το διδύναμο εναντίον των ογκογόνων υποτύπων 16 και 18

 

Το τετραδύναμο εναντίον ογκογόνων υποτύπων 16 και 18 αλλά και των μη ογκογόνων υποτύπων 6 και 11.

 

Το εννιαδύναμο εναντίον των ογκογόνων υποτύπων 16,18,31,33,45,52,58 αλλά και των μη ογκογόνων 6 και 11.

 

Είναι ιδανικό ο εμβολιασμός να γίνεται πριν το άτομο γίνει σεξουαλικά ενεργό ,δηλαδή πριν ο οργανισμός εκτεθεί σε κάποιον υπότυπο του ιού. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο εμβολιασμός δε μπορεί να γίνει αργότερα στη ζωή ενός ατόμου ακόμα κι αν έχει εκτεθεί στον ιό HPV.

 

Το HPV εμβόλιο πραγματοποιείται σε 3 δόσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν μέσα σε διάστημα 6 μηνών.

MOΛΥΣΜΑΤΙΚΗ ΤΕΡΜΙΝΘΟΣ

Είναι μια καλοήθης αυτοπεριοριζόμενη ιογενής νόσος του δέρματος και των βλεννογόνων που οφείλεται στον ιό molluscum contagiosum virus(MCV). Διασπείρεται με αυτοενοφθαλμισμό σε σημεία λύσης του δέρματος ή μετά από άμεση επαφή με βλάβες του δέρματος ή ακόμα και με επαφή με μολυσμένα σεντόνια, πετσέτες κτλ. Όταν το εξάνθημα εντοπίζεται στην περιοχή των γεννητικών οργάνων ο κύριος τρόπος μετάδοσης είναι η σεξουαλική επαφή.



Ο χρόνος επώασης κυμαίνεται από 7 ημέρες εώς 6 μήνες.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Οι βλάβες συνήθως εμφανίζονται κατά ομάδες αλλά μπορεί να είναι και μεμονωμένες.

 

Πρόκειται για ημισφαιρικά ,στο χρώμα του δέρματος ή ρόδινα γυαλιστερά σπυράκια. Το μέγεθός τους συνήθως είναι 2 εώς 5 χιλιοστά και μοιάζουν με ογκίδια, ελιές ή μαργαριτάρια με χαρακτηριστικό ομφαλωτό κέντρο(σαν κρατήρας). Περιέχουν ένα παχύρρευστο υλικό και ενώ στην αρχή είναι μαλακά στην αφή, στη συνέχεια μεγαλώνουν και γίνονται πιο σκληρά.

Εμφανίζονται κυρίως γύρω απ΄τα γεννητικά όργανα, στο μέσα μέρος των μηρών, στην περιοχή του πρωκτού, στους γλουτούς και στην κοιλιά.

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Οι βλάβες έχουν τάση αυτοίασης σε διάστημα 2-6 μηνών αλλά λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας συστήνεται θεραπεία.

 

Οι θεραπευτικές επιλογές είναι

  • η απόξεση ή σύνθληψη με χειρουργική λαβίδα ή κοχλιάριο
  • η κρυοθεραπεία με τη χρήση υγρού αζώτου. Εφαρμόζεται πάνω στις βλάβες με ψεκασμό ή με βαμβακοφόρο στειλεό. Δε χρειάζεται τοπική αναισθησία και το άτομο επιστρέφει άμεσα στις δραστηριότητές του.
  • η διαθερμοπηξία, οι βλάβες καταστρέφονται με τη χρήση ηλεκτρισμού. Προηγείται τοπική αναισθησία.
  • το CO2 laser , αποτελεί μια ασφαλή τεχνική με υψηλά ποσοστά επιτυχίας και άμεσο αποτέλεσμα
  • η τοπική χρήση διαλύματος υδροξειδίου του καλίου 10%

 

Μετά τη θεραπεία είναι απαραίτητο να υπάρχει συστηματική παρακολούθηση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να εντοπίζονται και να θεραπεύονται εγκαίρως νέες βλάβες οι οποίες ήταν σε φάση επώασης και δεν είχαν εκδηλωθεί. Με τον τρόπο αυτό έχουμε μια ολοκληρωμένη θεραπεία και αποτελεσματική εκρίζωση του ιού.

ΓΟΝΟΚΟΚΚΙΚΗ ΛΟΙΜΩΞΗ (γονόρροια ή βλεννόρροια)

Αίτιο της γονόρροιας είναι η Neisseria gonorrhoae, ένα βακτήριο που μπορεί να αναπτυχθεί και να πολλαπλασιαστεί εύκολα στους βλεννογόνους του σώματος.



Μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή(κολπική, πρωκτική, στοματική) και από τη μητέρα στο νεογνό κατά τον τοκετό. Ο χρόνος επώασης κυμαίνεται μεταξύ 2-8 ημερών. Τα συμπτώματα εμφανίζονται μέσα σε διάστημα 2 εώς 10 ημερών μετά την επαφή με μολυσμένο άτομο. Στις γυναίκες το διάστημα αυτό μπορεί να φτάσει τις 3 εβδομάδες.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Ο γονόκοκκος στους άνδρες προκαλεί συνήθως ουρηθρήτιδα με έξοδο από την ουρήθρα πυώδους, θολερού εκκρίματος και πόνο ή αίσθημα καψίματος κατά την ούρηση. Επίσης προκαλείται επιδιδυμίτιδα, ορχίτιδα με πόνο ή πρήξιμο στους όρχεις, καθώς και φαρυγγίτιδα που εκδηλώνεται με πρησμένους αδένες ή και αίσθημα καψίματος στο λαιμό. Μόνο το 10% των λοιμώξεων στους άντρες είναι ασυμπτωματικές.

 

Στις γυναίκες προκαλείται τραχηλίτιδα, αυξημένες κολπικές εκκρίσεις, πόνος κατά την ούρηση, κολπική αιμορραγία ανάμεσα στις περιόδους και μετά την επαφή, διόγκωση του αιδοίου, καθώς και άλγος στην κοιλιακή και πυελική χώρα. Επίσης μπορεί να προκληθεί φαρυγγίτιδα που εκδηλώνεται με πρησμένους αδένες ή και αίσθημα καψίματος στο λαιμό. Το 50% των γυναικών δεν εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα.

 

Συχνά η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει πρωκτίτιδα τόσο σε άντρες όσο και στις γυναίκες που εκδηλώνεται με κνησμό,αιμορραγία ή πόνο κατά τις κενώσεις.

 

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

Στις γυναίκες χωρίς θεραπεία, η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, αποβολές στο πρώτο τρίμηνο, εξωμήτρια εγκυμοσύνη και στειρότητα. Επίσης σε περίπτωση εγκυμοσύνης υπάρχει ο κίνδυνος να μεταδοθεί η λοίμωξη στο νεογνό κατά τη διάρκεια του τοκετού και να προκληθούν σοβαρές επιπλοκές στο νεογνό.

 

Και στα δύο φύλα η λοίμωξη μπορεί να γενικευθεί και να προκαλέσει εξάνθημα και αρθρίτιδα, ενώ σπάνια μηνιγγίτιδα και ενδοκαρδίτιδα.

 

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση βασίζεται στην άμεση μικροσκόπηση κατα Gram , στην καλλιέργεια και σε μεθόδους ανίχνευσης του νουκλεικού οξέος . Πάντα γίνεται έλεγχος για άλλα ΣΜΝ.
 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η γονόρροια θεραπεύεται με τη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων. Οι ερωτικοί σύντροφοι πρέπει επίσης να υποβληθούν σε εξετάσεις και θεραπευτική αγωγή για τη γονόρροια, ακόμα κι αν δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Είναι απαραίτητος ο επανέλεγχος μετά από κάποιο χρονικό διάστημα γιατί υπάρχει πιθανότητα ανθεκτικότητας σε ορισμένα αντιβιοτικά οπότε θα χρειαστεί τροποποίηση της αγωγής.
ΧΛΑΜΥΔΙΑΚΗ ΛΟΙΜΩΞΗ

ΧΛΑΜΥΔΙΑΚΗ ΛΟΙΜΩΞΗ

Αίτια είναι τα chlamydia trachomatis, ένας Gram αρνητικός,ενδοκυττάριος μικροοργανισμός



Η μετάδοση γίνεται με τη σεξουαλική επαφή(κολπική, πρωκτική, στοματική) και είναι ιδιαιτέρως συχνή ανάμεσα σε άτομα νεαρής ηλικίας. Επίσης μετάδοση μπορεί να γίνει και από τη μητέρα στο νεογνό κατά τον φυσιολογικό τοκετό.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Στους άντρες σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 50% η χλαμυδιακή λοίμωξη δεν προκαλεί συμπτώματα. Αν εμφανιστούν συμπτώματα αυτό συμβαίνει 1-3 εβδομάδες μετά τη λοίμωξη και το πιο κοινό σύμπτωμα είναι η ουρηθρήτιδα που χαρακτηρίζεται από λεπτόρρευστο ή υδαρές έκκριμα (σε αντίθεση με τη γονόρροια) και από πόνο στην ουρήθρα. Επίσης μπορεί να εμφανιστεί πρήξιμο στους όρχεις, πόνος στο πέος και χαμηλά στην κοιλιά, αλλά και συμπτώματα πρωκτίτιδας με πόνο και αίμα από τον πρωκτό όταν τα χλαμύδια προσβάλλουν το συγκεκριμένο σημείο.

 

Στις γυναίκες τα χλαμύδια θεωρούνται μια σιωπηλή νόσος καθώς σε ποσοστό 80% είναι ασυμπτωματικά. Όταν υπάρχουν συμπτώματα εκδηλώνονται περίπου 1-3 εβδομάδες μετά τη μετάδοση. Τα πιο κοινά συμπτώματα είναι πόνος κατά την επαφή(δυσπαρεύνια), αυξημένες κολπικές εκκρίσεις, αίσθημα πόνου ή καψίματος, αιμορραγία μετά από σεξουαλική επαφή ή στα μέσα του κύκλου, τραχηλίτιδα και σαλπιγγίτιδα. Συμπτώματα πρωκτίτιδας με πόνο και αίμα από τον πρωκτό προκύπτουν όταν τα χλαμύδια προσβάλλουν το συγκεκριμένο σημείο.

 

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

Στις γυναίκες χωρίς θεραπεία, η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, όπως φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, περιηπατίτιδα, εξωμήτρια εγκυμοσύνη, υπογονιμότητα και στειρότητα.

 

Γενικά, αν τα χλαμύδια μεταφερθούν στα μάτια και δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως μπορεί να προκαλέσουν επιπεφυκίτιδα, τράχωμα, μέχρι και τύφλωση.

 

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση γίνεται με εξέταση επιχρίσματος από τον κόλπο ή τον ενδοτράχηλο στις γυναίκες ή το ουρηθρικό επίχρισμα στους άντρες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η κυτταροκαλλιέργεια, η ανίχνευση του νουκλεκού οξέος, ο άμεσος ανοσοφθορισμός και οι ενζυμικές ανοσοαντιδράσεις. Πάντα γίνεται έλεγχος για άλλα ΣΜΝ.
 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η χλαμυδιακή λοίμωξη θεραπεύεται με τη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων. Οι ερωτικοί σύντροφοι πρέπει επίσης να υποβληθούν σε εξετάσεις και θεραπευτική αγωγή ακόμα κι αν δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Είναι απαραίτητος ο επανέλεγχος μετά από κάποιο χρονικό διάστημα για να αποκλειστεί η πιθανότητα υποτροπής.

ΕΡΠΗΣ ΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

Είναι ένα από τα πιο κοινά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Μπορεί να προσβάλλει το δέρμα και τους βλεννογόνους. Συνήθως οφείλεται στον ιό του απλού έρπητα τύπου 2 (HSV2) , ωστόσο μπορεί να ευθύνεται και ο ιός ΗSV1 που προκαλεί τον επιχείλιο έρπητα και μπορεί να μεταδοθεί στα γεννητικά όργανα κατά τη σεξουαλική επαφή. Επίσης ο έρπης γεννητικών οργάνων μπορεί να μεταφερθεί από τη μητέρα στο νεογνό κατά τη διαδικασία του τοκετού.

ΕΡΠΗΣ ΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Αρκετοί άνθρωποι με μόλυνση δεν αναπτύσσουν συμπτώματα ή έχουν πολύ ήπια συμπτώματα που δεν γίνονται αντιληπτά ή συγχέονται με άλλες δερματικές παθήσεις. Τυπικά, τα συμπτώματα της ερπητικής λοίμωξης εμφανίζονται περίπου 3-7 ημέρες μετά τη μόλυνση (έκθεση στον ιό) και περιλαμβάνουν ερυθηματώδεις βλατίδες και φυσαλίδες που είναι γεμάτες με διάφανο ή κιτρινωπό υγρό, ερύθημα και οίδημα. Οι φουσκάλες σταδιακά μετατρέπονται σε έλκη και διαβρώσεις με αργή επούλωση.

 

Προτού εμφανιστούν οι φουσκάλες μπορεί να υπάρχει αίσθηση καψίματος , τσουξίματος ή φαγούρας στο δέρμα ή αίσθημα πόνου στο σημείο που θα εμφανιστούν οι φουσκάλες.

 

Στα συνοδά συμπτώματα περιλαμβάνεται καύσος, άλγος, κνησμός, αίσθημα νυγμών στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, ενώ μπορεί να εμφανιστούν και συστηματικά συμπτώματα όπως πυρετός, καταβολή, λεμφαδενοπάθεια.

 

Στην πρωτολοίμωξη, δηλαδή στο πρώτο επεισόδιο έρπητα, τα συμπτώματα είναι πιο έντονα και διαρκούν 2-3 εβδομάδες. Κατά τις υποτροπές το εξάνθημα είναι συνήθως ηπιότερης έκτασης και τα συμπτώματα διαρκούν λίγες μόνο μέρες.

 

ΣΗΜΕΙΑ ΕΝΤΟΠΙΣΗΣ

Στις γυναίκες εντοπίζεται στα μικρά και μεγάλα χείλη αιδοίου, στον κόλπο, στον τράχηλο

 

Στους άντρες εμφανίζεται στη βάλανο, στην πόσθη, στην βαλανοποσθική αύλακα ή στο σώμα του πέους

 

Και στα δύο φύλα μπορεί να εμφανιστεί στο περίνεο, στους γλουτούς και στο άνω τμήμα των μηρών.

 

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστούν οι ακόλουθες επιπλοκές

 

  • Ουρηθρίτιδα που εκδηλώνεται με ουρηθρικό έκκριμα και δυσουρία.
  • επίσχεση ούρων ή διαταραχές κενώσεων αν επηρεαστεί το αυτόνομο νευρικό πλέγμα που νευρώνει την ουροδόχο κύστη ή τον πρωκτό
  • άσηπτη μηνιγγίτιδα (κεφαλαλγία, αυχενική δυσκαμψία, πυρετός) αν γίνει προσβολή του νευρικού συστήματος
  • Στις γυναίκες μπορεί να προκληθεί τραχηλίτιδα με αυξημένα κολπικά υγρά και δυσπαρεύνια
 

ΥΠΟΤΡΟΠΕΣ

Μετά την αποδρομή της πρωτοπαθούς λοίμωξης ο ιός εγκαθίσταται στα νευρικά κύτταρα και μπορεί να δραστηριοποιηθεί εκ νέου όταν υπάρχει εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος (μετά από εμπύρετη λοίμωξη, τραύμα, έντονο στρες, έκθεση σε UV, κατά τη διάρκεια της εμμηνορρυσίας στις γυναίκες) ή χωρίς κάποια εμφανή αιτία.

 

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Κλινική εξέταση

 

Αναζήτηση του DNA του ιού με τη μέθοδο PCR είτε στο αίμα του ασθενούς είτε από το εξάνθημα. Η εξέταση αυτή επιβεβαιώνει την ύπαρξη του ιού και τον τύπο του.

 

Εξέταση αίματος στην οποία ανευρίσκονται αντισώματα που επιβεβαιώνουν περασμένη ή τωρινή μόλυνση από τον ιό.

 

Επίσης μπορεί να γίνει διάγνωση με ιστολογική εξέταση των βλαβών.

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η αντιμετώπιση του έρπητα γίνεται με τη χορήγηση τοπικής αγωγής και αντιικών φαρμάκων τα οποία συντελλούν στη πιο γρηγορη επούλωση των ελκών , στη μείωση της έντασης και διάρκειας των συμπτωμάτων, στη μείωση του αριθμού των υποτροπών και στη μείωση των πιθανοτήτων μετάδοσης του ιού. Παρά την αγωγή ο ιός δεν εκριζώνεται αλλά παραμένει στον οργανισμό για πάντα. Πρόκειται δηλαδή για μια ισόβια λοίμωξη.

 

Ο τρόπος αντιμετώπισης εξατομικεύεται ανάλογα με τις υποτροπές που παρουσιάζει κάθε ασθενής. Σε άτομα με συχνές υποτροπές ακολουθείται κατασταλτική θεραπεία με αντιικά φάρμακα για μεγάλο χρονικό διάστημα(6-12 μήνες). Σε άτομα με μεμονωμένες και σπάνιες υποτροπές δίνεται αγωγή λίγων ημερών. Η συχνότητα των υποτροπών και η βαρύτητά τους εξαρτώνται από τον τύπο του ιού και παράγοντες που αφορούν τον ασθενή όπως το φύλο και η κατάσταση του ανοσοποιητικού του συστήματος.

 

Στο ιατρείο μας εκτός από τη διάγνωση και τη αντιμετώπιση του έρπητα είναι ιδιαίτερα σημαντική και η ενημέρωση και παροχή συμβουλών σχετικά με τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού.

ΣΥΦΙΛΗ

Πρόκειται για ένα κυρίως σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που προκαλείται από το μικρόβιο Τreponema pallidum (ωχρά σπειροχαίτη). Μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή (κολπική, πρωκτική, στοματική), με άμεση δερματική επαφή με τις βλάβες, αλλά και από τη μητέρα στο παιδί κατά την εγκυμοσύνη ή τον τοκετό (σ’αυτή την περίπτωση ονομάζεται συγγενής σύφιλη και η αντιμετώπισή της επιβάλλεται λόγω των σημαντικών επιπλοκών που μπορεί να έχει για το έμβρυο).

ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Η σύφιλη εξελίσσεται σε στάδια και τα συμπτώματα είναι διαφορετικά σε κάθε στάδιο. Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει λοίμωξη χωρίς να εμφανίζονται συμπτώματα ή να εμφανίζονται συγχρόνως συμπτώματα από διαφορετικά στάδια.

 

Πρωτογενής σύφιλη

Το κυρίως σύμπτωμα στο πρώτο στάδιο της σύφιλης είναι το συφιλιδικό έλκος. Πρόκειται για μια μικρή πληγή που δεν παρουσιάζει κνησμό ή πόνο. Συνήθως εμφανίζεται περίπου 3 εβδομάδες μετά από την έκθεση στο μικρόβιο και εντοπίζεται στα γεννητικά όργανα, στην πρωκτική χώρα ή στη στοματική κοιλότητα . Κάποιες φορές δε γίνεται αντιληπτό γατί βρίσκεται μέσα στον κόλπο ή στο ορθό. Εάν δεν αντιμετωπιστεί, το συφιλιδικό έλκος επουλώνεται από μόνο του σε διάστημα περίπου έξι εβδομάδων

 

Δευτερογενής σύφιλη

Στο δεύτερο στάδιο εμφανίζεται χαρακτηριστικό εξάνθημα στον κορμό , στις παλάμες, τα πέλματα ή και στα γεννητικά όργανα και στο στόμα. Μπορεί να υπάρχει προσβολή των νυχιών και του τριχωτού κεφαλής. Επιπλέον μπορεί να παρατηρηθούν γενικά συμπτώματα όπως πονόλαιμος, πρήξιμο στους λεμφαδένες, αρθραλγίες, πυρετός ή μυϊκός πόνος. Τα συμπτώματα αυτά εάν δεν αντιμετωπιστούν υποχωρούν πλήρως μέσα σε λίγες εβδομάδες και η νόσος μεταπίπτει στη λανθάνουσα σύφιλη.

 

Λανθάνουσα σύφιλη

Σ’αυτό το στάδιο δεν υπάρχουν συμπτώματα ή κλινικές βλάβες και η διάγνωση γίνεται μόνο με εργαστηριακό έλεγχο . Το συγκεκριμένο στάδιο μπορεί να έχει διάρκεια ακόμη και πολλών ετών.

 

Τριτογενής σύφιλη

Το στάδιο αυτό είναι ιδιαίτερα σπάνιο στις μέρες μας και εμφανίζεται εάν δε ληφθεί θεραπεία στα προηγούμενα στάδια. Ανάλογα με το σημείο στο οποίο δημιουργούνται οι βλάβες η σύφιλη διακρίνεται σε καρδιαγγειακή, νευροσύφιλη και σύφιλη των οστών. Οι επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν στο συγκεκριμένο στάδιο αφορούν την καρδιά, τον εγκέφαλο, τα αγγεία, τα νεύρα , τα οστά, τους συνδέσμους, το στομάχι, το ήπαρ, το έντερο , τους πνεύμονες.

 

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση της σύφιλης γίνεται κυρίως με αιματολογικές εξετάσεις. Τα αντισώματα που δημιουργεί ο οργανισμός παραμένουν για πολλά χρόνια ή και εφ’όρου ζωής , επομένως μπορεί να διαγνωστεί μια τωρινή ή και μια παλαιότερη μόλυνση.

 

Γενικά η σύφιλη μπορεί να διαγνωστεί με εξέταση δείγματος από το αίμα, το έλκος ή άλλες δερματικές βλάβες και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό.

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπεία της σύφιλης γίνεται με χορήγηση αντιβιοτικής αγωγή και συγκεκριμένα πενικιλλίνης. Αν υπάρχει αλλεργία στην πενικιλλίνη τότε γίνεται χορήγηση άλλου αντιβιοτικού. Η δοσολογία και το χρονικό διάστημα της θεραπείας εξαρτάται από το στάδιο της σύφιλης.

 

Είναι απαραίτητο εκτός από τη σωστή λήψη της θεραπείας ο ασθενής:

  • Να πραγματοποιεί αιματολογικές εξετάσεις ανά συγκεκριμένα διαστήματα για να παρακολουθείται η ανταπόκριση στη θεραπεία.
  • Να αποφεύγει τις σεξουαλικές επαφές μέχρι να αποδειχθεί ότι η μόλυνση έχει αντιμετωπιστεί
  • Να ενημερώσει τους πρόσφατους ερωτικούς συντρόφους για να εξεταστούν κι εκείνοι και αν χρειάζεται να λάβουν θεραπεία
  • Να κάνει πλήρη έλεγχο για όλα τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα